- γατομάτης
- -α και -ω και -ισσα, -ικοαυτός που έχει γατήσια μάτια ως προς το χρώμα ή την πονηριά και την περιέργεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γατομάτης, -α, -ικο — αυτός που τα μάτια του είναι πονηρά σαν της γάτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek